στεναχωριέμαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ste.na.xoɾˈʝe.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στεναχωριέμαι

Ρηματικός τύπος

στεναχωριέμαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος στεναχωρώ, -είς, -εί...
  2. παθητική φωνή του ρήματος στεναχωράω, -άς, -άει...

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.