στενοχωρέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- στενοχωρέω < στενόχωρος
Ρήμα
στενοχωρέω-ῶ
- καθιστώ κάτι στενόχωρο, το γεμίζω, το υπερπληρώ, συμπιέζω, συμπυκνώνω. Παθητικό το ίδιο, με πιο συχνή ερμηνεία όμως το στενοχωριέμαι και συμπιέζομαι
- (αμετάβατο) στενοχωριέμαι, δυσκολεύομαι
Συγγενικά
- στενόχωρος
- στενοχωρία (νεοελληνικά, στενοχώρια)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.