στερώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στερώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στερῶ, συνηρημένος τύπος του στερέω
Προφορά
- ΔΦΑ : /steˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στε‐ρώ
Ρήμα
στερώ, -είς..., αόρ.: στέρησα, παθ.φωνή: στερούμαι, π.αόρ.: στερήθηκα, μτχ.π.π.: στερημένος
- αφαιρώ από κάποιον ή κάτι ένα στοιχείο που θεωρείται απαραίτητο
- ↪ Η κυβέρνηση στερεί από τους εργαζόμενους τα δικαιώματά τους.
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στερώ | στερούσα | θα στερώ | να στερώ | στερώντας | |
| β' ενικ. | στερείς | στερούσες | θα στερείς | να στερείς | ||
| γ' ενικ. | στερεί | στερούσε | θα στερεί | να στερεί | ||
| α' πληθ. | στερούμε | στερούσαμε | θα στερούμε | να στερούμε | ||
| β' πληθ. | στερείτε | στερούσατε | θα στερείτε | να στερείτε | στερείτε | |
| γ' πληθ. | στερούν(ε) | στερούσαν(ε) | θα στερούν(ε) | να στερούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | στέρησα | θα στερήσω | να στερήσω | στερήσει | ||
| β' ενικ. | στέρησες | θα στερήσεις | να στερήσεις | στέρησε | ||
| γ' ενικ. | στέρησε | θα στερήσει | να στερήσει | |||
| α' πληθ. | στερήσαμε | θα στερήσουμε | να στερήσουμε | |||
| β' πληθ. | στερήσατε | θα στερήσετε | να στερήσετε | στερήστε | ||
| γ' πληθ. | στέρησαν στερήσαν(ε) |
θα στερήσουν(ε) | να στερήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω στερήσει | είχα στερήσει | θα έχω στερήσει | να έχω στερήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις στερήσει | είχες στερήσει | θα έχεις στερήσει | να έχεις στερήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει στερήσει | είχε στερήσει | θα έχει στερήσει | να έχει στερήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε στερήσει | είχαμε στερήσει | θα έχουμε στερήσει | να έχουμε στερήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε στερήσει | είχατε στερήσει | θα έχετε στερήσει | να έχετε στερήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν στερήσει | είχαν στερήσει | θα έχουν στερήσει | να έχουν στερήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στερούμαι | στερούμουν | θα στερούμαι | να στερούμαι | ||
| β' ενικ. | στερείσαι | στερούσουν | θα στερείσαι | να στερείσαι | ||
| γ' ενικ. | στερείται | στερούνταν | θα στερείται | να στερείται | ||
| α' πληθ. | στερούμαστε | στερούμασταν στερούμαστε |
θα στερούμαστε | να στερούμαστε | ||
| β' πληθ. | στερείστε | στερούσασταν στερούσαστε |
θα στερείστε | να στερείστε | στερείστε | |
| γ' πληθ. | στερούνται | στερούνταν | θα στερούνται | να στερούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | στερήθηκα | θα στερηθώ | να στερηθώ | στερηθεί | ||
| β' ενικ. | στερήθηκες | θα στερηθείς | να στερηθείς | στερήσου | ||
| γ' ενικ. | στερήθηκε | θα στερηθεί | να στερηθεί | |||
| α' πληθ. | στερηθήκαμε | θα στερηθούμε | να στερηθούμε | |||
| β' πληθ. | στερηθήκατε | θα στερηθείτε | να στερηθείτε | στερηθείτε | ||
| γ' πληθ. | στερήθηκαν στερηθήκαν(ε) |
θα στερηθούν(ε) | να στερηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω στερηθεί | είχα στερηθεί | θα έχω στερηθεί | να έχω στερηθεί | στερημένος | |
| β' ενικ. | έχεις στερηθεί | είχες στερηθεί | θα έχεις στερηθεί | να έχεις στερηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει στερηθεί | είχε στερηθεί | θα έχει στερηθεί | να έχει στερηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε στερηθεί | είχαμε στερηθεί | θα έχουμε στερηθεί | να έχουμε στερηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε στερηθεί | είχατε στερηθεί | θα έχετε στερηθεί | να έχετε στερηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν στερηθεί | είχαν στερηθεί | θα έχουν στερηθεί | να έχουν στερηθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι στερημένος - είμαστε, είστε, είναι στερημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν στερημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν στερημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι στερημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι στερημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι στερημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι στερημένοι | |||||
Πηγές
- στερώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στερώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.