αναγκαία
Νέα ελληνικά (el)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αναγκαίος
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | αναγκαία | ||
| γενική | των | αναγκαίων | ||
| αιτιατική | τα | αναγκαία | ||
| κλητική | αναγκαία | |||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- αναγκαία < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αναγκαίος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
αναγκαία ουδέτερο στον πληθυντικό
- όσα χρειάζονται, που τα έχουμε απόλυτη ανάγκη
- έβαλα στη βαλίτσα μου όλα τα αναγκαία
- αγόρασα όλα τα αναγκαία για δύο μήνες από το σούπερ μάρκετ
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αναγκαία
|
|
Ετυμολογία 3
- αναγκαία: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αναγκαία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του όμορφος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του όμορφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.