στέρησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | στέρησῐς | αἱ | στερήσεις |
| γενική | τῆς | στερήσεως | τῶν | στερήσεων |
| δοτική | τῇ | στερήσει | ταῖς | στερήσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | στέρησῐν | τὰς | στερήσεις |
| κλητική ὦ! | στέρησῐ | στερήσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στερήσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | στερησέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στέρησις < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- στέρησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στέρησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.