στερεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στερεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στερεύω[1]

Ρήμα

στερεύω

  1. παύω να βγάζω υγρό
    1. παύω να έχω νερό
        Ο Τάνος ποταμός, παρά τον μεγαλόπρεπο ορισμό του, το καλοκαίρι στέρευε. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
    2. (για θηλαστικά ζώα) σταματά το γάλα
    3. (για δάκρυα)
      στέρεψαν τα δάκρυά μου, στέρεψαν τα μάτια μου
    4. (μεταφορικά) παύω να είμαι δημιουργικός
      στέρεψα από καινούριες ιδέες
  2. (λαϊκότροπο) συνώνυμο του στερώ

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.