σταλτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σταλτικός | η | σταλτική | το | σταλτικό |
| γενική | του | σταλτικού | της | σταλτικής | του | σταλτικού |
| αιτιατική | τον | σταλτικό | τη | σταλτική | το | σταλτικό |
| κλητική | σταλτικέ | σταλτική | σταλτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σταλτικοί | οι | σταλτικές | τα | σταλτικά |
| γενική | των | σταλτικών | των | σταλτικών | των | σταλτικών |
| αιτιατική | τους | σταλτικούς | τις | σταλτικές | τα | σταλτικά |
| κλητική | σταλτικοί | σταλτικές | σταλτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σταλτικός < αρχαία ελληνική σταλτικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /stal.tiˈkos/
Επίθετο
σταλτικός
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
σταλτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.