ὑποστέλλω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὑποστέλλω < ὑπό + στέλλω

Ρήμα

ὑποστέλλω (παθητική φωνή: ὑποστέλλομαι)

  1. υποστέλλω, κατεβάζω
  2. μειώνω, περιορίζω, ελαττώνω
  3. επιστρέφω σε καταφύγιο
  4. καλύπτω
  5. απομακρύνω, αποσύρω, αφαιρώ
  6. αποφεύγω
  7. συγκρατούμαι
  8. ανήκω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.