στωικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στωικός η στωική το στωικό
      γενική του στωικού της στωικής του στωικού
    αιτιατική τον στωικό τη στωική το στωικό
     κλητική στωικέ στωική στωικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στωικοί οι στωικές τα στωικά
      γενική των στωικών των στωικών των στωικών
    αιτιατική τους στωικούς τις στωικές τα στωικά
     κλητική στωικοί στωικές στωικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στωικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στωϊκός (Στωικός) (< στοά, διότι ο Ζήνων ο Κιτιεύς, θεμελιωτής του στωικισμού, δίδασκε στην Ποικίλη Στοά)

Προφορά

ΔΦΑ : /sto.iˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /sto.iˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /sto.iˈko/ ουδέτερο

Επίθετο

στωικός, -ή, -ό

  1. (φιλοσοφία) που σχετίζεται με τον στωικισμό και τους στωικούς φιλοσόφους
  2. (μεταφορικά) που αντιδρά με ηρεμία, αταραξία, απάθεια και καρτερικότητα

Ουσιαστικό

στωικός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.