σπαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπαστικός η σπαστικιά το σπαστικό
      γενική του σπαστικού της σπαστικιάς του σπαστικού
    αιτιατική τον σπαστικό τη σπαστικιά το σπαστικό
     κλητική σπαστικέ σπαστικιά σπαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπαστικοί οι σπαστικές τα σπαστικά
      γενική των σπαστικών των σπαστικών των σπαστικών
    αιτιατική τους σπαστικούς τις σπαστικές τα σπαστικά
     κλητική σπαστικοί σπαστικές σπαστικά
Κατηγορία όπως «γλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σπαστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική spastic < λατινική spasticus < αρχαία ελληνική σπαστικός < σπάσις < σπάω / σπῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /spa.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπαστικός

Επίθετο

σπαστικός, -ή/ιά, -ό

  1. (ιατρική) που νοσεί από σπαστική παράλυση
  2. που εκδηλώνεται με σπασμούς ή οφείλεται σε μυϊκούς σπασμούς
  3. (μεταφορικά) που με τις εμμονές του και τη συμπεριφορά του εκνευρίζει ή ενοχλεί τους άλλους

Συγγενικά

Ουσιαστικό

σπαστικός αρσενικό (θηλυκό σπαστική, σπαστικιά)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.