σπαρτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπαρτός | η | σπαρτή | το | σπαρτό |
| γενική | του | σπαρτού | της | σπαρτής | του | σπαρτού |
| αιτιατική | τον | σπαρτό | τη | σπαρτή | το | σπαρτό |
| κλητική | σπαρτέ | σπαρτή | σπαρτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπαρτοί | οι | σπαρτές | τα | σπαρτά |
| γενική | των | σπαρτών | των | σπαρτών | των | σπαρτών |
| αιτιατική | τους | σπαρτούς | τις | σπαρτές | τα | σπαρτά |
| κλητική | σπαρτοί | σπαρτές | σπαρτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σπαρτός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σπαρτός[1] < σπείρω. Δε σχετίζεται με τη ρίζα της λέξης για το σπάρτο (είδος θάμνου) [2]
Αντώνυμα
Αναφορές
- σπαρτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «σπάρτο», «σπαρτός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σπαρτός | ἡ | σπαρτή & σπαρτός |
τὸ | σπαρτόν |
| γενική | τοῦ | σπαρτοῦ | τῆς | σπαρτῆς & σπαρτοῦ |
τοῦ | σπαρτοῦ |
| δοτική | τῷ | σπαρτῷ | τῇ | σπαρτῇ & σπαρτῷ |
τῷ | σπαρτῷ |
| αιτιατική | τὸν | σπαρτόν | τὴν | σπαρτήν & σπαρτόν |
τὸ | σπαρτόν |
| κλητική ὦ! | σπαρτέ | σπαρτή & σπαρτέ |
σπαρτόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | σπαρτοί | αἱ | σπαρταί & σπαρτοί |
τὰ | σπαρτᾰ́ |
| γενική | τῶν | σπαρτῶν | τῶν | σπαρτῶν & σπαρτῶν |
τῶν | σπαρτῶν |
| δοτική | τοῖς | σπαρτοῖς | ταῖς | σπαρταῖς & σπαρτοῖς |
τοῖς | σπαρτοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | σπαρτούς | τὰς | σπαρτᾱ́ς & σπαρτούς |
τὰ | σπαρτᾰ́ |
| κλητική ὦ! | σπαρτοί | σπαρταί & σπαρτοί |
σπαρτᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπαρτώ | τὼ | σπαρτᾱ́ & σπαρτώ |
τὼ | σπαρτώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | σπαρτοῖν | τοῖν | σπαρταῖν & σπαρτοῖν |
τοῖν | σπαρτοῖν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'σπαρτός' όπως «σπαρτός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
σπαρτός, -ή, -όν (& -ός, -ός, -όν)
- σπαρμένος, που έχει σπαρεί, έχει φυτευτεί
- ↪ σπαρτῶν γένος (μεταφορικά, το γένος των ανθρώπων)
- διασκορπισμένος (για μέλη σώματος)
Αντώνυμα
- ἄσπαρτος
Παράγωγα
- οἱ Σπαρτοί
- λόγχη σπαρτός (θηβαϊκό δόρυ)
Συγγενικά
- ἁλίσπαρτος
- ἄσπαρτος
- ἐσπαρμένος (μετοχή)
- ὀφιόσπαρτος
- πυρίσπαρτος
- σιδηρόσπαρτος
→ και δείτε τη λέξη σπείρω
- διαφορετικού ετύμου: σπάρτον, σπάρτος
Πηγές
- σπαρτός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σπαρτός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.