σπαρταράω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /spaɾ.taˈɾa.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπαρ‐τα‐ρά.ω
Ρήμα
σπαρταράω/(σπαρταρώ), αόρ.: σπαρτάρησα (χωρίς παθητική φωνή)
- (κυριολεκτικά) κινούμαι με σπασμωδικό τρόπο και τινάζομαι από δω κι από κει
- (μεταφορικά) βιώνω έντονα συναισθήματα (χαράς, φόβου κ.λπ.) και δονούμαι ή πάλλομαι απ' αυτά
Συγγενικά
- ασπαρτάριστος
- σπαρτάρισμα
- σπαρταριστά
- σπαρταριστός
- σπαρταρήσει
- σπαρταρώντας
- σπαρταρισμένος
- σπαρταρισμός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σπαρταράω - σπαρταρώ | σπαρταρούσα - σπαρτάραγα | θα σπαρταράω - σπαρταρώ | να σπαρταράω - σπαρταρώ | σπαρταρώντας | |
| β' ενικ. | σπαρταράς | σπαρταρούσες - σπαρτάραγες | θα σπαρταράς | να σπαρταράς | σπαρτάρα - σπαρτάραγε | |
| γ' ενικ. | σπαρταράει - σπαρταρά | σπαρταρούσε - σπαρτάραγε | θα σπαρταράει - σπαρταρά | να σπαρταράει - σπαρταρά | ||
| α' πληθ. | σπαρταράμε - σπαρταρούμε | σπαρταρούσαμε - σπαρταράγαμε | θα σπαρταράμε - σπαρταρούμε | να σπαρταράμε - σπαρταρούμε | ||
| β' πληθ. | σπαρταράτε | σπαρταρούσατε - σπαρταράγατε | θα σπαρταράτε | να σπαρταράτε | σπαρταράτε | |
| γ' πληθ. | σπαρταράν(ε) - σπαρταρούν(ε) | σπαρταρούσαν(ε) - σπαρτάραγαν - σπαρταράγανε | θα σπαρταράν(ε) - σπαρταρούν(ε) | να σπαρταράν(ε) - σπαρταρούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σπαρτάρησα | θα σπαρταρήσω | να σπαρταρήσω | σπαρταρήσει | ||
| β' ενικ. | σπαρτάρησες | θα σπαρταρήσεις | να σπαρταρήσεις | σπαρτάρα - σπαρτάρησε | ||
| γ' ενικ. | σπαρτάρησε | θα σπαρταρήσει | να σπαρταρήσει | |||
| α' πληθ. | σπαρταρήσαμε | θα σπαρταρήσουμε | να σπαρταρήσουμε | |||
| β' πληθ. | σπαρταρήσατε | θα σπαρταρήσετε | να σπαρταρήσετε | σπαρταρήστε | ||
| γ' πληθ. | σπαρτάρησαν σπαρταρήσαν(ε) |
θα σπαρταρήσουν(ε) | να σπαρταρήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω σπαρταρήσει | είχα σπαρταρήσει | θα έχω σπαρταρήσει | να έχω σπαρταρήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις σπαρταρήσει | είχες σπαρταρήσει | θα έχεις σπαρταρήσει | να έχεις σπαρταρήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει σπαρταρήσει | είχε σπαρταρήσει | θα έχει σπαρταρήσει | να έχει σπαρταρήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε σπαρταρήσει | είχαμε σπαρταρήσει | θα έχουμε σπαρταρήσει | να έχουμε σπαρταρήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε σπαρταρήσει | είχατε σπαρταρήσει | θα έχετε σπαρταρήσει | να έχετε σπαρταρήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν σπαρταρήσει | είχαν σπαρταρήσει | θα έχουν σπαρταρήσει | να έχουν σπαρταρήσει |
| |
Μεταφράσεις
Αναφορές
- σπαρταρώ, -άω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.