σπαρτάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σπαρτάρισμα | τα | σπαρταρίσματα |
| γενική | του | σπαρταρίσματος | των | σπαρταρισμάτων |
| αιτιατική | το | σπαρτάρισμα | τα | σπαρταρίσματα |
| κλητική | σπαρτάρισμα | σπαρταρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /spaɾˈta.ɾi.zma/
Μεταφράσεις
σπαρτάρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.