σπαρματσέτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπαρματσέτο τα σπαρματσέτα
      γενική του σπαρματσέτου των σπαρματσέτων
    αιτιατική το σπαρματσέτο τα σπαρματσέτα
     κλητική σπαρματσέτο σπαρματσέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπαρματσέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική spermaceti < λατινική sperma ceti < αρχαία ελληνική σπέρμα + κῆτος (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

σπαρματσέτο ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) ημίρρευστη κηρώδης ουσία που βρίσκεται στο κεφάλι κάποιων ειδών φάλαινας (και πίστευαν -λανθασμένα- πως ήταν σπέρμα)
     συνώνυμα: κητόσπερμα
  2. (κατ’ επέκταση, παρωχημένο) κερί κατασκευασμένο από τέτοια ουσίαλίπος φώκιας κ.λπ.)
     συνώνυμα: αλειμματοκέρι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.