σπερματσέτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπερματσέτο τα σπερματσέτα
      γενική του σπερματσέτου των σπερματσέτων
    αιτιατική το σπερματσέτο τα σπερματσέτα
     κλητική σπερματσέτο σπερματσέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπερματσέτο < ιταλική spermaceti

Ουσιαστικό

σπερματσέτο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.