κητόσπερμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κητόσπερμα | τα | κητοσπέρματα |
| γενική | του | κητοσπέρματος | των | κητοσπερμάτων |
| αιτιατική | το | κητόσπερμα | τα | κητοσπέρματα |
| κλητική | κητόσπερμα | κητοσπέρματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κητόσπερμα ουδέτερο
- (παρωχημένο) ημίρρευστη κηρώδης ουσία που βρίσκεται στο κεφάλι κάποιων ειδών φάλαινας (και πίστευαν -λανθασμένα- πως ήταν σπέρμα)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
κητόσπερμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.