κήτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κήτος | τα | κήτη |
| γενική | του | κήτους | των | κητών |
| αιτιατική | το | κήτος | τα | κήτη |
| κλητική | κήτος | κήτη | ||
| Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κήτος < αρχαία ελληνική κῆτος (πιθανόν προελληνική )
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈci.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κή‐τος
- ομόηχα: κύτος, Κήτος
Ουσιαστικό
κήτος ουδέτερο
Συγγενικά
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.