σπασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπασμένος | η | σπασμένη | το | σπασμένο |
| γενική | του | σπασμένου | της | σπασμένης | του | σπασμένου |
| αιτιατική | τον | σπασμένο | τη | σπασμένη | το | σπασμένο |
| κλητική | σπασμένε | σπασμένη | σπασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπασμένοι | οι | σπασμένες | τα | σπασμένα |
| γενική | των | σπασμένων | των | σπασμένων | των | σπασμένων |
| αιτιατική | τους | σπασμένους | τις | σπασμένες | τα | σπασμένα |
| κλητική | σπασμένοι | σπασμένες | σπασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
σπασμένος -η -ο
- που έχει σπάσει
- σπασμένο τζάμι
- (πληροφορική) (για πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή) που έχει παραβιαστεί το κλείδωμα το οποίο αποτρέπει τη χρήση ενός προγράμματος από πρόσωπα που δεν το έχουν αποκτήσει νόμιμα
- ※ Σπασμένα ή πειρατικά είναι τα Windows τα οποία έχουμε ενεργοποιήσει παράνομα με κάποιο πρόγραμμα ή κάποια άλλη παράτυπη μέθοδο [1]
- ≈ συνώνυμα: πειρατικός
Εκφράσεις
Αναφορές
- (αγγλικά) Κάτοχοι σπασμένων Windows 7 και Windows 8.1. Πρόσβαση 2020-10-03.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
.jpg.webp)