διαχωρίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
διαχωρίζομαι, π.αόρ.: διαχωρίστηκα, μτχ.π.π.: διαχωρισμένος
- παθητική φωνή του ρήματος διαχωρίζω
- ↪ διαχωρίστηκαν οι γνώμες, οι ουσίες, τα κύτταρα, οι έννοιες
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.