σπίνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σπίνος | οι | σπίνοι |
| γενική | του | σπίνου | των | σπίνων |
| αιτιατική | τον | σπίνο | τους | σπίνους |
| κλητική | σπίνε | σπίνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπίνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σπίνος < σπίγγος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈspi.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπί‐νος
Ουσιαστικό

Ένας σπίνος
σπίνος αρσενικό
- (πτηνό) μικρόσωμο πουλί, με πλήρες όνομα «φρυγίλλος ο άγαμος» (fringillia coelebs), με όμορφο φτέρωμα με λαμπερά, εντυπωσιακά χρώματα που απαντά σε όλο σχεδόν τον κόσμο εκτός από την Αυστραλία
Συνώνυμα
- σπιγγάρι
- τσόνης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.