σουρωτήρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σουρωτήρι | τα | σουρωτήρια |
| γενική | του | σουρωτηριού | των | σουρωτηριών |
| αιτιατική | το | σουρωτήρι | τα | σουρωτήρια |
| κλητική | σουρωτήρι | σουρωτήρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σουρωτήρι < σουρώνω
Ουσιαστικό
.png.webp)
σουρωτήρι (1)
σουρωτήρι ουδέτερο
- (κουζινικά) τρυπητό μαγειρικό σκεύος με δικτυωτή βάση, που χρησιμοποιείται για το στράγγισμα φαγητού ή άλλου παρασκευάσματος ή την κατακράτηση των φύλλων αφεψήματος
Μεταφράσεις
σουρωτήρι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.