τρυπητό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρυπητό τα τρυπητά
      γενική του τρυπητού των τρυπητών
    αιτιατική το τρυπητό τα τρυπητά
     κλητική τρυπητό τρυπητά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τρυπητό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τρυπητός

Προφορά

ΔΦΑ : /tɾi.piˈto/

Ουσιαστικό

τρυπητό ουδέτερο

  1. (κουζινικά) μαγειρικό σκεύος που χρησιμοποιείται για το στράγγισμα κατά την παρασκευή φαγητού
    • άδειασε την κατσαρόλα με τις πατάτες στο τρυπητό
  2. (κουζινικά) μαγειρικό σκεύος που χρησιμοποιείται για την συγκράτηση της τροφής πάνω από το νερό που βράζει για το μαγείρεμα στον ατμό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

τρυπητό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.