δικτυωτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δικτυωτός | η | δικτυωτή | το | δικτυωτό |
| γενική | του | δικτυωτού | της | δικτυωτής | του | δικτυωτού |
| αιτιατική | τον | δικτυωτό | τη | δικτυωτή | το | δικτυωτό |
| κλητική | δικτυωτέ | δικτυωτή | δικτυωτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δικτυωτοί | οι | δικτυωτές | τα | δικτυωτά |
| γενική | των | δικτυωτών | των | δικτυωτών | των | δικτυωτών |
| αιτιατική | τους | δικτυωτούς | τις | δικτυωτές | τα | δικτυωτά |
| κλητική | δικτυωτοί | δικτυωτές | δικτυωτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δικτυωτός < ελληνιστική κοινή δικτυωτός < δικτυόομαι < αρχαία ελληνική δίκτυον
Επίθετο
δικτυωτός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
δικτυωτός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.