στραγγιστήρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στραγγιστήρι τα στραγγιστήρια
      γενική του στραγγιστηριού των στραγγιστηριών
    αιτιατική το στραγγιστήρι τα στραγγιστήρια
     κλητική στραγγιστήρι στραγγιστήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στραγγιστήρι < στραγγίζω + -τήρι
Πιάτα στεγνώνουν σε στραγγιστήρι.
Πένες στραγγίζουν σε στραγγιστήρι.

Ουσιαστικό

στραγγιστήρι ουδέτερο

  1. (κουζινικά) ειδικό σκεύος που χρησιμοποιείται για το στράγγισμα των νερών και το σούρωμα
     συνώνυμα: σουρωτήρι, τρυπητό
  2. (κουζινικά) ειδικό σκεύος που χρησιμοποιείται για ν’ ακουμπήσουμε τα πλυμένα πιάτα, για να στραγγίσουν και να στεγνώσουν

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.