σουπεράκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σουπεράκι τα σουπεράκια
      γενική
    αιτιατική το σουπεράκι τα σουπεράκια
     κλητική σουπεράκι σουπεράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σουπεράκι < σούπερ + υποκοριστικό επίθημα -άκι, απόδοση για την αγγλική superposition / superimposition

Προφορά

ΔΦΑ : /su.peˈɾa.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σουπεράκι

Ουσιαστικό

σουπεράκι ουδέτερο

  • (τεχνολογία) (κινούμενο ή ακίνητο) κείμενο (ή / και γραφικά ή / και βίντεο) που προβάλλονται (συνήθως) στο κάτω μέρος της οθόνης κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής εκπομπής για ενημέρωση, διαφήμιση, διευκρίνηση κ.λπ.
      Όλο και περισσεύουν οι τηλεοπτικές διαφημίσεις για κάθε είδους καταπότια, φάρμακα και σκευάσματα που υποτίθεται βελτιώνουν την υγεία μας. Εκτός απ’ αυτές που έχουν τη μορφή παρουσίασης, οπότε πάω πάσο (διότι με πείθουν ή όχι με δική μου ευθύνη), αφθονούν χάπια και σιρόπια που ευαγγελίζονται βελτίωση συμπτωμάτων. Ενίοτε με ευρηματικό τρόπο. Κινείται και η αγορά. Ωστόσο, στα περισσότερα, και ορθώς, «τρέχει» το λεγόμενο «σουπεράκι», δηλαδή μια ενημέρωση για τις πιθανές συνέπειες στην υγεία μας, ανάλογα με την κατάσταση του καθενός μας. Και καλά το «συμβουλευτείτε τον γιατρό σας». Σωστό και αποτελεσματικό. Εντούτοις, υπό μεγάλη ταχύτητα, «τρέχουν» και εξιδεικευμένες συστάσεις που ζητούν να προσέξουμε αν πάσχουμε από κάποιο πρόβλημα υγείας ή η ηλικία μας είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη από αυτήν κατά την οποία η κατάποση ενός σκευάσματος παύει να είναι ασφαλής. (εφ. Έθνος, 20.01.2019)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.