γραφικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

  1. γραφικά (επίρρημα) < γραφικός + < (ελληνιστική κοινή) γραφικός < αρχαία ελληνική γραφή < γράφω (σημασιολογικό δάνειο) ιταλική pittoresco
  2. γραφικά (ουσιαστικό) < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική graphics < (ελληνιστική κοινή) γραφικός < αρχαία ελληνική γραφή < γράφω

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣɾa.fiˈka/

Επίρρημα

γραφικά


Ουσιαστικό

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα γραφικά
      γενική των γραφικών
    αιτιατική τα γραφικά
     κλητική γραφικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

γραφικά ουδέτερο στον πληθυντικό

  1. (τέχνη, πληροφορική) σχέδια που έχουν σχεδιαστεί από υπολογιστή και χρησιμοποιούνται σε ιστοσελίδες ή έντυπα
  2. (πληροφορική) η εικαστική παρουσίαση δεδομένων (data) οπτικού περιεχομένου

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

γραφικά

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

γραφικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.