σούπερ
Νέα ελληνικά (el)
Επίθετο
σούπερ άκλιτο
- που έχει την ανεπιφύλακτη αποδοχή μας, φοβερός, καταπληκτικός, υπέροχος
- ↪το καινούργιο μου ποδήλατο είναι σούπερ
- που έχει μια ιδιότητα σε υπερβολικό βαθμό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
σούπερ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.