σουμπρέτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σουμπρέτα | οι | σουμπρέτες |
| γενική | της | σουμπρέτας | των | σουμπρετών |
| αιτιατική | τη | σουμπρέτα | τις | σουμπρέτες |
| κλητική | σουμπρέτα | σουμπρέτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /suˈbɾe.ta/
Ουσιαστικό
σουμπρέτα θηλυκό
- (θέατρο) τυποποιημένος θεατρικός κωμικός ρόλος της υπηρέτριας
- (μεταφορικά) εύθυμη, καμωματού
- ※ Το δημοσίευμα ταξινομεί τους ηθοποιούς του θιάσου ως εξής: κωμικός του θιάσου ο Γ . Χάννας, ενζενί η Άννα-Μαρία Πία, ζεν πρεμιέ ο Καυκαρίδης και σουμπρέτα η Γιωργούλα Σνελ (Άντρη Χ. Κωνσταντινου, Το θέατρο στην Κύπρο, 1960-1974: οι θίασοι, η κρατική πολιτική και τα πρώτα χρόνια του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, εκδ. Καστανιώτη, 2007, σελ. 75)
-
σουμπρέτα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.