σουμπρέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σουμπρέτα οι σουμπρέτες
      γενική της σουμπρέτας των σουμπρετών
    αιτιατική τη σουμπρέτα τις σουμπρέτες
     κλητική σουμπρέτα σουμπρέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σουμπρέτα < ιταλική subretta < γαλλική soubrette < οξιτανικά soubreta, θηλυκό του soubret < soubra < λατινική superare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος supero < superus < super

Προφορά

ΔΦΑ : /suˈbɾe.ta/

Ουσιαστικό

σουμπρέτα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.