κωμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κωμικός | η | κωμική | το | κωμικό |
| γενική | του | κωμικού | της | κωμικής | του | κωμικού |
| αιτιατική | τον | κωμικό | την | κωμική | το | κωμικό |
| κλητική | κωμικέ | κωμική | κωμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κωμικοί | οι | κωμικές | τα | κωμικά |
| γενική | των | κωμικών | των | κωμικών | των | κωμικών |
| αιτιατική | τους | κωμικούς | τις | κωμικές | τα | κωμικά |
| κλητική | κωμικοί | κωμικές | κωμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κωμικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κωμικός < κῶμος + -ικός
- σημασία «που είναι αστείος» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική comique [1]
Μεταφράσεις
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | κωμικός | οι | κωμικοί |
| γενική | του/της | κωμικού | των | κωμικών |
| αιτιατική | τον/την | κωμικό | τους/τις | κωμικούς |
| κλητική | κωμικέ | κωμικοί | ||
| Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
κωμικός αρσενικό ή θηλυκό
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
κωμικός ηθοποιός
|
|
Αναφορές
- κωμικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.