ζεν πρεμιέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ζεν πρεμιέ < γαλλικό jeune premier

Ουσιαστικό

ζεν πρεμιέ αρσενικό άκλιτο

  • ηθοποιός που, συνήθως, ερμηνεύει ρόλο νέου και ωραίου εραστή
      Το δημοσίευμα ταξινομεί τους ηθοποιούς του θιάσου ως εξής: κωμικός του θιάσου ο Γ . Χάννας, ενζενί η Άννα-Μαρία Πία, ζεν πρεμιέ ο Καυκαρίδης και σουμπρέτα η Γιωργούλα Σνελ (Άντρη Χ. Κωνσταντινου, Το θέατρο στην Κύπρο, 1960-1974: οι θίασοι, η κρατική πολιτική και τα πρώτα χρόνια του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, εκδ. Καστανιώτη, 2007, σελ. 75)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.