σκόρδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκόρδο | τα | σκόρδα |
| γενική | του | σκόρδου | των | σκόρδων |
| αιτιατική | το | σκόρδο | τα | σκόρδα |
| κλητική | σκόρδο | σκόρδα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκόρδο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκόρδον < αρχαία ελληνική σκόροδον
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈskoɾ.ðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκόρ‐δο
Εκφράσεις
-
σκόρδο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
σκόρδο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.

