σκόροδον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σκόροδον τὰ σκόροδ
      γενική τοῦ σκορόδου τῶν σκορόδων
      δοτική τῷ σκορόδ τοῖς σκορόδοις
    αιτιατική τὸ σκόροδον τὰ σκόροδ
     κλητική ! σκόροδον σκόροδ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκορόδω
γεν-δοτ τοῖν  σκορόδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκόροδον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σκόροδον, -ου ουδέτερο

Συγγενικά

  • σκοροδίζω
  • σκορόδιον
  • σκοροδών

Σύνθετα

  • σκοροδάλμη
  • σκοροδοειδής
  • Σκοροδομάχοι
  • σκοροδομιμητός
  • σκοροδοπώλης
  • σκοροδοφαγέω
  • σκοροδοφαγία
  • σκοροδοφόρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.