σκελίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκελίδα | οι | σκελίδες |
| γενική | της | σκελίδας | των | σκελίδων |
| αιτιατική | τη | σκελίδα | τις | σκελίδες |
| κλητική | σκελίδα | σκελίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκελίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκελίδα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκελίς < αρχαία ελληνική σχελίς
Προφορά
- ΔΦΑ : /sceˈli.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκε‐λί‐δα
Συγγενικά
- αμυγδαλοσκελίδα
- περισκελίδα
- → δείτε τη λέξη σκέλος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- σκελίδα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκελίς από την αιτιατική τήν σκελίδα < αρχαία ελληνική σχελίς
Ουσιαστικό
σκελίδα θηλυκό
- → ζητούμενο λήμμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
