σκουριασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκουριασμένος | η | σκουριασμένη | το | σκουριασμένο |
| γενική | του | σκουριασμένου | της | σκουριασμένης | του | σκουριασμένου |
| αιτιατική | τον | σκουριασμένο | τη | σκουριασμένη | το | σκουριασμένο |
| κλητική | σκουριασμένε | σκουριασμένη | σκουριασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκουριασμένοι | οι | σκουριασμένες | τα | σκουριασμένα |
| γενική | των | σκουριασμένων | των | σκουριασμένων | των | σκουριασμένων |
| αιτιατική | τους | σκουριασμένους | τις | σκουριασμένες | τα | σκουριασμένα |
| κλητική | σκουριασμένοι | σκουριασμένες | σκουριασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σκουριασμένος. μετοχή παθητικού παρακειμένου σκουριάζω
Μετοχή
σκουριασμένος, -η, -ο
- που έχει σκουριάσει, έχει οξειδωθεί
- (μεταφορικά) που έχει παλιές, απαρχαιωμένες αντιλήψεις σε κοινωνικά ζητήματα ή σε ζητήματα της δουλειάς, έχει "μείνει πίσω", δεν έχει επιμορφωθεί με τις νέες εξελίξεις επαγγελματικά
- Παλιά μυαλά, σκουριασμένα, δε μπορείς να συνεννοηθείς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.