rusty
Αγγλικά (en)
Επίθετο
rusty (en)
- σκουριασμένος
- (μεταφορικά) αποδυναμωμένος από την αδράνεια
- (μεταφορικά) σκουριασμένος σε επαγγελματικά ζητήματα λόγω μη επιμόρφωσης, μη γνώσης της προόδου που έχει εν τω μεταξυ επιτευχθεί σε τομείς του επαγγέλματος που ασκεί κάποιος
- κοκκινοτρίχης, κοκκινομάλλης
Εκφράσεις
- rusty nail : κοκτέιλ με ντραμπουϊ και ουϊσκι
- turn rusty : ξινίζω, δυστροπώ, στραβομουτσουνιάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.