σκνίψ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σκνῑπ-
ονομαστική σκνίψ οἱ σκνῖπες
      γενική τοῦ σκνιπός τῶν σκνιπῶν
      δοτική τῷ σκνιπῐ́ τοῖς σκνιψῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν σκνῖπ τοὺς σκνῖπᾰς
     κλητική ! σκνίψ σκνῖπες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκνῖπε
γεν-δοτ τοῖν  σκνιποῖν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
Και πληθυντικός σκνῖφες.
3η κλίση, Κατηγορία 'γύψ' όπως «γύψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκνίψ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σκνίψ, σκνιπός [ῑ] αρσενικό

  • (έντομο) η σκνίπα
      2ος αιώνας κε Φρύνιχος Αττικός, Ἐκλογαί, 377, 2–3
    οἱ δ' ἀρχαῖοι σκνῖπα καλοῦσιν ἀπὸ τοῦ θηριδίου τοῦ ἐν τοῖς ξύλοις καταβραχὺ κατεσθίοντος.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.