σκνῖπα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
σκνῖπα
- αιτιατική ενικού του σκνίψ
- ※ οἱ δ' ἀρχαῖοι σκνῖπα καλοῦσιν ἀπὸ τοῦ θηριδίου τοῦ ἐν τοῖς ξύλοις καταβραχὺ κατεσθίοντος. (Φρύνιχος Αττικός, Ἐκλογαί, 377, 2–3)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.