κουνούπι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουνούπι τα κουνούπια
      γενική του κουνουπιού των κουνουπιών
    αιτιατική το κουνούπι τα κουνούπια
     κλητική κουνούπι κουνούπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουνούπι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουνούπι < κουνούπιον < ελληνιστική κοινή κωνώπιον < αρχαία ελληνική κώνωψ

Προφορά

ΔΦΑ : /kuˈnu.pi/

Ουσιαστικό

κουνούπι ουδέτερο

  • (έντομο) έντομο, το οποίο ενδημεί κυρίως σε λιμνάζοντα νερά. Τα θηλυκά, όταν είναι η εποχή τους να γεννήσουν αυγά, τρέφονται με αίμα θηλαστικών, ενώ τα αρσενικά τρέφονται με νέκταρ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.