σκευοφύλαξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| σκευοφῠλᾰκ- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ | σκευοφύλαξ | οἱ | σκευοφύλακες | ||||
| γενική | τοῦ | σκευοφύλακος | τῶν | σκευοφυλάκων | ||||
| δοτική | τῷ | σκευοφύλακῐ | τοῖς | σκευοφύλαξῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | σκευοφύλακᾰ | τοὺς | σκευοφύλακᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | σκευοφύλαξ | σκευοφύλακες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκευοφύλακε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | σκευοφυλάκοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- σκευοφύλαξ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σκευο- + -φύλαξ
Παράγωγα
- σκευοφυλάκιον
- σκευοφυλακῶ (σκευοφυλακέω)
Πηγές
- σκευοφύλαξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκευοφύλαξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.