μουσειακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μουσειακός η μουσειακή το μουσειακό
      γενική του μουσειακού της μουσειακής του μουσειακού
    αιτιατική τον μουσειακό τη μουσειακή το μουσειακό
     κλητική μουσειακέ μουσειακή μουσειακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μουσειακοί οι μουσειακές τα μουσειακά
      γενική των μουσειακών των μουσειακών των μουσειακών
    αιτιατική τους μουσειακούς τις μουσειακές τα μουσειακά
     κλητική μουσειακοί μουσειακές μουσειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μουσειακός < μουσείο + -ακός

Επίθετο

μουσειακός, -ή, -ό

  1. (κυριολεκτικά) που έχει σχέση με μουσείο ή αναφέρεται σ’ αυτό
  2. (μεταφορικά) που έχει οπισθοδρομικές ή συντηρητικές απόψεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.