ξεσκέπαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεσκέπαστος | η | ξεσκέπαστη | το | ξεσκέπαστο |
| γενική | του | ξεσκέπαστου | της | ξεσκέπαστης | του | ξεσκέπαστου |
| αιτιατική | τον | ξεσκέπαστο | την | ξεσκέπαστη | το | ξεσκέπαστο |
| κλητική | ξεσκέπαστε | ξεσκέπαστη | ξεσκέπαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεσκέπαστοι | οι | ξεσκέπαστες | τα | ξεσκέπαστα |
| γενική | των | ξεσκέπαστων | των | ξεσκέπαστων | των | ξεσκέπαστων |
| αιτιατική | τους | ξεσκέπαστους | τις | ξεσκέπαστες | τα | ξεσκέπαστα |
| κλητική | ξεσκέπαστοι | ξεσκέπαστες | ξεσκέπαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ξεσκέπαστος
- ο ξέσκεπος, που έχει αφαιρέσει ή του έχει αφαιρέσει άλλος το σκέπασμα (συνήθως για άνθρωπο που κοιμάται ή ξεκουράζεται)
- Με πήρε ο ύπνος ξεσκέπαστο και έπαθα ψύξη
- το μέλος του σώματος που είναι ακάλυπτο
- Μην αφήνεις ξεσκέπαστα τα πόδια σου, θα σε φάνε τα κουνούπια
- το σκεύος που δεν είναι σκεπασμένο, που δεν έχει στα χείλη του καπάκι
- το αντικείμενο που δεν είναι καλυμμένο (π.χ. το ΙΧ που δεν φέρει κουκούλα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.