χιονοσκεπασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χιονοσκεπασμένος | η | χιονοσκεπασμένη | το | χιονοσκεπασμένο |
| γενική | του | χιονοσκεπασμένου | της | χιονοσκεπασμένης | του | χιονοσκεπασμένου |
| αιτιατική | τον | χιονοσκεπασμένο | τη | χιονοσκεπασμένη | το | χιονοσκεπασμένο |
| κλητική | χιονοσκεπασμένε | χιονοσκεπασμένη | χιονοσκεπασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χιονοσκεπασμένοι | οι | χιονοσκεπασμένες | τα | χιονοσκεπασμένα |
| γενική | των | χιονοσκεπασμένων | των | χιονοσκεπασμένων | των | χιονοσκεπασμένων |
| αιτιατική | τους | χιονοσκεπασμένους | τις | χιονοσκεπασμένες | τα | χιονοσκεπασμένα |
| κλητική | χιονοσκεπασμένοι | χιονοσκεπασμένες | χιονοσκεπασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χιονοσκεπασμένος < χιονο- + σκεπασμένος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ço.no.sce.paˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νο‐σκε‐πα‐σμέ‐νος
Μεταφράσεις
χιονοσκεπασμένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.