σκαλίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σκαλίζω < ελληνιστική κοινή σκαλίζω < αρχαία ελληνική σκάλλω

Ρήμα

  1. ανακατεύω την επιφάνεια του χώματος χρησιμοποιώντας, συνήθως, ειδικό εργαλείο
  2. (ειδικότερα) ανακατεύω τα κάρβουνα ή τα ξύλα σε φωτιά
    σκαλίστε τη φωτιά από κάτω για δυναμώσει
  3. (ειδικότερα) (για την ανθρώπινη μύτη) ψαχουλεύω με το δάχτυλό μου στο εσωτερικό της μύτης
     συνώνυμα:: ψαρεύω
  4. (ειδικότερα) (για σπυρί ή πληγή) ξύνω
  5. (κατ’ επέκταση) (για ζώα) σκάβω ελαφριά με τα πόδια
  6. (κατ’ επέκταση) ανακατεύω πράγματα ψάχνωντας για κάτι
     συνώνυμα:: ψαχουλεύω
  7. (μεταφορικά) περιεργάζομαι το εσωτερικό κάποιου αντικειμένου πειράζοντας κάτι μέσα σε αυτό με αποτέλεσμα να το χαλάσω ή να κινδυνεύει να χαλάσει
    κάποιος σκάλισε πάλι το φακό και δεν δουλεύει τώρα
     συνώνυμα:: πειράζω
  8. χαράζω στην επιφάνεια κάποιου υλικού, σχέδια ή γράμματα
    έχουν σκαλίσει πάνω στον δέντρο μια καρδιά και τα αρχικά τους
  9. (μεταφορικά) ερευνώ κάποιο θέμα με πιο λεπτομερή τρόπο

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • τα σκαλίζω: (συνήθως αρνητικά ή έρωτηματικά) κάνω έρευνα για κάποιο θέμα που θεωρείται ότι έχει λήξει
    αν δεν τα σκάλιζες θα ήμασταν ακόμα μια χαρά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.