σκαλιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σκαλιστής | οι | σκαλιστές |
| γενική | του | σκαλιστή | των | σκαλιστών |
| αιτιατική | τον | σκαλιστή | τους | σκαλιστές |
| κλητική | σκαλιστή | σκαλιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
σκαλιστής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.