αξεσκάλιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξεσκάλιστος η αξεσκάλιστη το αξεσκάλιστο
      γενική του αξεσκάλιστου της αξεσκάλιστης του αξεσκάλιστου
    αιτιατική τον αξεσκάλιστο την αξεσκάλιστη το αξεσκάλιστο
     κλητική αξεσκάλιστε αξεσκάλιστη αξεσκάλιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξεσκάλιστοι οι αξεσκάλιστες τα αξεσκάλιστα
      γενική των αξεσκάλιστων των αξεσκάλιστων των αξεσκάλιστων
    αιτιατική τους αξεσκάλιστους τις αξεσκάλιστες τα αξεσκάλιστα
     κλητική αξεσκάλιστοι αξεσκάλιστες αξεσκάλιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αξεσκάλιστος < α- + ξεσκαλίζω + -τος

Επίθετο

αξεσκάλιστος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.