τα σκαλίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τα σκαλίζω < σκαλίζω

Έκφραση

τα σκαλίζω

  • (συνήθως αρνητικά ή ερωτηματικά) κάνω έρευνα για κάποιο θέμα που θεωρείται ότι έχει λήξει

αν δεν τα σκάλιζες θα ήμασταν ακόμα μια χαρά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.