προσημειώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσημειώνω < προσημείωση + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσημειώνω | προσημείωνα | θα προσημειώνω | να προσημειώνω | προσημειώνοντας | |
| β' ενικ. | προσημειώνεις | προσημείωνες | θα προσημειώνεις | να προσημειώνεις | προσημείωνε | |
| γ' ενικ. | προσημειώνει | προσημείωνε | θα προσημειώνει | να προσημειώνει | ||
| α' πληθ. | προσημειώνουμε | προσημειώναμε | θα προσημειώνουμε | να προσημειώνουμε | ||
| β' πληθ. | προσημειώνετε | προσημειώνατε | θα προσημειώνετε | να προσημειώνετε | προσημειώνετε | |
| γ' πληθ. | προσημειώνουν(ε) | προσημείωναν προσημειώναν(ε) |
θα προσημειώνουν(ε) | να προσημειώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσημείωσα | θα προσημειώσω | να προσημειώσω | προσημειώσει | ||
| β' ενικ. | προσημείωσες | θα προσημειώσεις | να προσημειώσεις | προσημείωσε | ||
| γ' ενικ. | προσημείωσε | θα προσημειώσει | να προσημειώσει | |||
| α' πληθ. | προσημειώσαμε | θα προσημειώσουμε | να προσημειώσουμε | |||
| β' πληθ. | προσημειώσατε | θα προσημειώσετε | να προσημειώσετε | προσημειώστε | ||
| γ' πληθ. | προσημείωσαν προσημειώσαν(ε) |
θα προσημειώσουν(ε) | να προσημειώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προσημειώσει | είχα προσημειώσει | θα έχω προσημειώσει | να έχω προσημειώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προσημειώσει | είχες προσημειώσει | θα έχεις προσημειώσει | να έχεις προσημειώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προσημειώσει | είχε προσημειώσει | θα έχει προσημειώσει | να έχει προσημειώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσημειώσει | είχαμε προσημειώσει | θα έχουμε προσημειώσει | να έχουμε προσημειώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προσημειώσει | είχατε προσημειώσει | θα έχετε προσημειώσει | να έχετε προσημειώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσημειώσει | είχαν προσημειώσει | θα έχουν προσημειώσει | να έχουν προσημειώσει |
| |
Μεταφράσεις
προσημειώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.