σημειωτική
Νέα ελληνικά (el)
Μεταφράσεις
σημειωτική
|
→ δείτε τη λέξη σημειολογία |
Κλιτικός τύπος επιθέτου
σημειωτική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του σημειωτικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.