σημειωτόν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σημειωτόν < σημειώ-νω + -τόν (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική marquer le pas)
Ουσιαστικό
σημειωτόν ουδέτερο, μόνο στον ενικό, άκλιτο
- η κίνηση των ποδιών που ανεβοκατεβαίνουν όπως στον βηματισμό, στο ίδιο όμως σημείο συνεχώς
- (μεταφορικά) για να δηλωθεί απουσία εξέλιξης, προόδου σε μια διαδικασία
- η δουλειά προχωρούσε με βήμα σημειωτόν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.