σημειωτόν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σημειωτόν < σημειώ-νω + -τόν (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική marquer le pas)

Ουσιαστικό

σημειωτόν ουδέτερο, μόνο στον ενικό, άκλιτο

  1. η κίνηση των ποδιών που ανεβοκατεβαίνουν όπως στον βηματισμό, στο ίδιο όμως σημείο συνεχώς
  2. (μεταφορικά) για να δηλωθεί απουσία εξέλιξης, προόδου σε μια διαδικασία
    η δουλειά προχωρούσε με βήμα σημειωτόν

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.