note
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| note | notes |
note (en)
- το σημείωμα (περιληπτικές πληροφορίες)
- (μουσική) η νότα, το φθογγόσημο
- ↪ Each note was wonderful.
- Κάθε νότα ήταν υπέροχη.
- ↪ The notes were all wrong.
- Οι νότες ήταν όλες λάθος.
- ↪ Each note was wonderful.
- η προσοχή
Ρήμα
| ενεστώτας | note |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | notes |
| αόριστος | noted |
| παθητική μετοχή | noted |
| ενεργητική μετοχή | noting |
note (en)
Ιταλικά (it)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.